βουκολοῦμαι

βουκολοῦμαι
βουκολέω
tend cattle
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βουκολώ — βουκολῶ ( έω) (AM) [βουκόλος] Ι. βόσκω βόδια αρχ. 1. φροντίζω, περιποιούμαι κάποιον 2. λατρεύω κάποιον (θεό) 3. καθησυχάζω, ξεγελώ II. βουκολούμαι 1. (για ζώα) οδηγούμαι στη βοσκή, βόσκω 2. (για ουράνια σώματα) διαγράφω τροχιά στον ουρανό 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”